- καθησυχάσας
- καθησυχά̱σᾱς , καθησυχάζωfut part act fem acc pl (doric)καθησυχά̱σᾱς , καθησυχάζωfut part act fem gen sg (doric)καθησυχάσᾱς , καθησυχάζωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.